Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
puce puces

puce (fr) θηλυκό

  1. ο ψύλλος
  2. (οικείο, προσφώνηση προς μικρά παιδιά) αγαπούλα, ψυχούλα, κ.λπ.