ψυχούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχούλα | οι | ψυχούλες |
γενική | της | ψυχούλας | — | |
αιτιατική | την | ψυχούλα | τις | ψυχούλες |
κλητική | ψυχούλα | ψυχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχούλα < ψυχ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psiˈxu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χού‐λα
- τονικό παρώνυμο: ψίχουλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχούλα θηλυκό
- (προς ένδειξη συμπάθειας) η ψυχή ενός ανθρώπου
- η ψυχούλα του το ξέρει τι έχει τραβήξει
- ο πολύ ευγενικός, ευαίσθητος, τρυφερός και καλοσυνάτος άνθρωπος που θέλει να βοηθάει τους άλλους από καλοσύνη και συμπόνια, που δεν θέλει να βλάπτει ποτέ και κανέναν
Συγγενικά
επεξεργασία- ψυχάρα (μεγεθυντικό)
→ και δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψυχή
ψυχούλα
|