↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαπούλα οι αγαπούλες
      γενική της αγαπούλας
    αιτιατική την αγαπούλα τις αγαπούλες
     κλητική αγαπούλα αγαπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαπούλα < αγάπη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣaˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πού‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαπούλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγάπηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)