αγαπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαπούλα | οι | αγαπούλες |
γενική | της | αγαπούλας | — | |
αιτιατική | την | αγαπούλα | τις | αγαπούλες |
κλητική | αγαπούλα | αγαπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαπούλα < αγάπη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈpu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πού‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαπούλα θηλυκό
- (ως προσφώνηση) υποκοριστικό του αγάπη
- ⮡ Πόσο μου έλειψες, αγαπούλα μου!
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγάπη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αγάπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγάπη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)