τζιπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζιπ < αγγλική jeep < G. P. < general purpose («γενικής χρήσης», όπως το χαρακτήριζαν οι αρχικοί κατασκευαστές του)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζιπ ουδέτερο άκλιτο
- επιβατικό (στρατιωτικό ή πολιτικό) όχημα με (συνήθως) τετρακίνηση για ευκολότερη μετακίνηση σε ανώμαλους δρόμους