τζιπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιπάκι | τα | τζιπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζιπάκι | τα | τζιπάκια |
κλητική | τζιπάκι | τζιπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζιπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τζιπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζιπάκι
|