Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετρακίνηση οι τετρακινήσεις
      γενική της τετρακίνησης των τετρακινήσεων
    αιτιατική την τετρακίνηση τις τετρακινήσεις
     κλητική τετρακίνηση τετρακινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρακίνηση < τετρα- + κίνηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετρακίνηση θηλυκό

  1. η τετραπλή κίνηση
  2. (τεχνολογία) η κίνηση και στους τέσσερις τροχούς οχήματος με διπλό διαφορικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία