τζιπάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζιπάρα | οι | τζιπάρες |
γενική | της | τζιπάρας | — | |
αιτιατική | την | τζιπάρα | τις | τζιπάρες |
κλητική | τζιπάρα | τζιπάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζιπάρα < τζιπ + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζιπάρα θηλυκό
- μεγάλο, εντυπωσιακό, πολύ ακριβό τζιπ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζιπάρα
|