ραδιοτηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραδιοτηλέφωνο ουδέτερο
- συσκευή ασύρματης τηλεφωνικής επικοινωνίας με χρήση ραδιοφωνικών συχνοτήτων
- τα ραδιοταξί επικοινωνούν με τη βάση τους με ραδιοτηλέφωνο
Συγγενικά
επεξεργασία- ραδιοτηλεφώνημα
- ραδιοτηλεφωνία
- ραδιοτηλεφωνικός
- ραδιοτηλεφωνώ
- → δείτε τις λέξεις ράδιο και τηλέφωνο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοτηλέφωνο
|