τηλεφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεφωνώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική téléphoner < telephone < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.le.foˈno/
Ρήμα
επεξεργασίατηλεφωνώ (παθητική φωνή: τηλεφωνιέμαι & τηλεφωνούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τηλεφωνάω - τηλεφωνώ | τηλεφωνούσα - τηλεφώναγα | θα τηλεφωνάω - τηλεφωνώ | να τηλεφωνάω - τηλεφωνώ | τηλεφωνώντας | |
β' ενικ. | τηλεφωνάς - τηλεφωνείς | τηλεφωνούσες - τηλεφώναγες | θα τηλεφωνάς - τηλεφωνείς | να τηλεφωνάς - τηλεφωνείς | τηλεφώνα - τηλεφώναγε | |
γ' ενικ. | τηλεφωνάει - τηλεφωνά - τηλεφωνεί | τηλεφωνούσε - τηλεφώναγε | θα τηλεφωνάει - τηλεφωνά - τηλεφωνεί | να τηλεφωνάει - τηλεφωνά - τηλεφωνεί | ||
α' πληθ. | τηλεφωνάμε - τηλεφωνούμε | τηλεφωνούσαμε - τηλεφωνάγαμε | θα τηλεφωνάμε - τηλεφωνούμε | να τηλεφωνάμε - τηλεφωνούμε | ||
β' πληθ. | τηλεφωνάτε - τηλεφωνείτε | τηλεφωνούσατε - τηλεφωνάγατε | θα τηλεφωνάτε - τηλεφωνείτε | να τηλεφωνάτε - τηλεφωνείτε | τηλεφωνάτε - τηλεφωνείτε | |
γ' πληθ. | τηλεφωνάν(ε) - τηλεφωνούν(ε) | τηλεφωνούσαν(ε) - τηλεφώναγαν - τηλεφωνάγανε | θα τηλεφωνάν(ε) - τηλεφωνούν(ε) | να τηλεφωνάν(ε) - τηλεφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τηλεφώνησα | θα τηλεφωνήσω | να τηλεφωνήσω | τηλεφωνήσει | ||
β' ενικ. | τηλεφώνησες | θα τηλεφωνήσεις | να τηλεφωνήσεις | τηλεφώνα - τηλεφώνησε | ||
γ' ενικ. | τηλεφώνησε | θα τηλεφωνήσει | να τηλεφωνήσει | |||
α' πληθ. | τηλεφωνήσαμε | θα τηλεφωνήσουμε | να τηλεφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | τηλεφωνήσατε | θα τηλεφωνήσετε | να τηλεφωνήσετε | τηλεφωνήστε | ||
γ' πληθ. | τηλεφώνησαν τηλεφωνήσαν(ε) |
θα τηλεφωνήσουν(ε) | να τηλεφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τηλεφωνήσει | είχα τηλεφωνήσει | θα έχω τηλεφωνήσει | να έχω τηλεφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τηλεφωνήσει | είχες τηλεφωνήσει | θα έχεις τηλεφωνήσει | να έχεις τηλεφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τηλεφωνήσει | είχε τηλεφωνήσει | θα έχει τηλεφωνήσει | να έχει τηλεφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τηλεφωνήσει | είχαμε τηλεφωνήσει | θα έχουμε τηλεφωνήσει | να έχουμε τηλεφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τηλεφωνήσει | είχατε τηλεφωνήσει | θα έχετε τηλεφωνήσει | να έχετε τηλεφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τηλεφωνήσει | είχαν τηλεφωνήσει | θα έχουν τηλεφωνήσει | να έχουν τηλεφωνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τηλεφωνούμαι - τηλεφωνιέμαι | τηλεφωνιόμουν(α) | θα τηλεφωνούμαι - τηλεφωνιέμαι | να τηλεφωνούμαι - τηλεφωνιέμαι | ||
β' ενικ. | τηλεφωνείσαι - τηλεφωνιέσαι | τηλεφωνιόσουν(α) | θα τηλεφωνείσαι - τηλεφωνιέσαι | να τηλεφωνείσαι - τηλεφωνιέσαι | ||
γ' ενικ. | τηλεφωνείται - τηλεφωνιέται | τηλεφωνούνταν - τηλεφωνιόταν(ε) | θα τηλεφωνείται - τηλεφωνιέται | να τηλεφωνείται - τηλεφωνιέται | ||
α' πληθ. | τηλεφωνιόμαστε - τηλεφωνούμαστε | τηλεφωνιόμασταν - τηλεφωνιόμαστε | θα τηλεφωνιόμαστε - τηλεφωνούμαστε | να τηλεφωνιόμαστε - τηλεφωνούμαστε | ||
β' πληθ. | τηλεφωνείστε - τηλεφωνιέστε - τηλεφωνιόσαστε | τηλεφωνιόσασταν - τηλεφωνιόσαστε | θα τηλεφωνείστε - τηλεφωνιέστε - τηλεφωνιόσαστε | να τηλεφωνείστε - τηλεφωνιέστε - τηλεφωνιόσαστε | τηλεφωνείστε - τηλεφωνιέστε | |
γ' πληθ. | τηλεφωνούνται - τηλεφωνιούνται - τηλεφωνιόνται | τηλεφωνούνταν - τηλεφωνιόνταν(ε) - τηλεφωνιούνταν - τηλεφωνιόντουσαν | θα τηλεφωνούνται - τηλεφωνιούνται - τηλεφωνιόνται | να τηλεφωνούνται - τηλεφωνιούνται - τηλεφωνιόνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τηλεφωνήθηκα | θα τηλεφωνηθώ | να τηλεφωνηθώ | τηλεφωνηθεί | ||
β' ενικ. | τηλεφωνήθηκες | θα τηλεφωνηθείς | να τηλεφωνηθείς | τηλεφωνήσου | ||
γ' ενικ. | τηλεφωνήθηκε | θα τηλεφωνηθεί | να τηλεφωνηθεί | |||
α' πληθ. | τηλεφωνηθήκαμε | θα τηλεφωνηθούμε | να τηλεφωνηθούμε | |||
β' πληθ. | τηλεφωνηθήκατε | θα τηλεφωνηθείτε | να τηλεφωνηθείτε | τηλεφωνηθείτε | ||
γ' πληθ. | τηλεφωνήθηκαν τηλεφωνηθήκαν(ε) |
θα τηλεφωνηθούν(ε) | να τηλεφωνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τηλεφωνηθεί | είχα τηλεφωνηθεί | θα έχω τηλεφωνηθεί | να έχω τηλεφωνηθεί | τηλεφωνημένος | |
β' ενικ. | έχεις τηλεφωνηθεί | είχες τηλεφωνηθεί | θα έχεις τηλεφωνηθεί | να έχεις τηλεφωνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τηλεφωνηθεί | είχε τηλεφωνηθεί | θα έχει τηλεφωνηθεί | να έχει τηλεφωνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τηλεφωνηθεί | είχαμε τηλεφωνηθεί | θα έχουμε τηλεφωνηθεί | να έχουμε τηλεφωνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τηλεφωνηθεί | είχατε τηλεφωνηθεί | θα έχετε τηλεφωνηθεί | να έχετε τηλεφωνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τηλεφωνηθεί | είχαν τηλεφωνηθεί | θα έχουν τηλεφωνηθεί | να έχουν τηλεφωνηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεφωνώ