Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταιωνιστήρας οι καταιωνιστήρες
      γενική του καταιωνιστήρα των καταιωνιστήρων
    αιτιατική τον καταιωνιστήρα τους καταιωνιστήρες
     κλητική καταιωνιστήρα καταιωνιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταιωνιστήρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταιωνιστήρας αρσενικό

  • διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για να ψεκάζει, συνήθως νερό
    καταιωνιστήρας λάντζας: διάταξη σε επαγγελματική κουζίνα (καταστημάτων εστίασης) για ξέπλυμα πιατικών

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία