καταιωνιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταιωνιστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταιωνιστήρας αρσενικό
- διάταξη η οποία χρησιμοποιείται για να ψεκάζει, συνήθως νερό
- ⮡ καταιωνιστήρας λάντζας: διάταξη σε επαγγελματική κουζίνα (καταστημάτων εστίασης) για ξέπλυμα πιατικών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταιωνιστήρας
|