ντουσιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντουσιέρα | οι | ντουσιέρες |
γενική | της | ντουσιέρας | — | |
αιτιατική | την | ντουσιέρα | τις | ντουσιέρες |
κλητική | ντουσιέρα | ντουσιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουσιέρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /duˈsçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐σιέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουσιέρα θηλυκό
- άλλη μορφή του ντουζιέρα