Ετυμολογία

επεξεργασία
σώνω < μεσαιωνική ελληνική σώνω < αρχαία ελληνική σῴζω

σώνω , παθ. μτχ.: σωμένος & σωσμένος

  1. αποθηκεύω, φυλάσσω ένα κείμενο στον υπολογιστή ώστε να μην το χάσω σε περίπτωση βλάβης ή για να το έχω διαθέσιμο στο μέλλον
  2. γλιτώνω, αντί του σώζω (κυρίως στον προφορικό λόγο)
    Την ώρα που έσωνε τον ένα, πνιγόταν ο άλλος
  3. επιβιώνω, αντέχω
    Μας κάνει και τον δύσκολο! Μη σώσει να ξαναπατήσει σπίτι!
    Αχ! Να μην έσωνα να τον παντρευτώ
  4. (παρωχημένο ή τώρα πια ιδιωματικό) αρκώ, φτάνω
    δε σώνει ο θησαυρός όλης της γης (: δε φτάνει, δεν αρκεί ο θησαυρός...)
    Πιάσε μου το κατσαρόλι από 'κει πάνω, δε σώνω να το πιάσω μόνη μου
  5. (μέσο) σώνομαι : τελειώνω
    Σώθηκε το ψωμί, τράβα να αγοράσεις κάνα καρβέλι
    Σώθηκαν τα λεφτά - σώθηκε πια η υπομονή μου
  6. (μέσο) σώνομαι : γλιτώνω
    Χρωστάω σε πέντε τράπεζες. Δε σώνομαι με τίποτα!

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • σώνει και καλά (:από τη φράση "σώνει, καλά" δηλαδή "φτάνει, καλά είναι, δε θέλω άλλο" που έλεγαν σε συνεστιάσεις όταν ο οικοδεσπότης ήθελε να τους ξαναγεμίσει με το ζόρι το ποτήρι ή το ξεχείλιζε)

Σημείωση: μοιράζεται μερικούς ρηματικούς τύπους με το συνώνυμο σώζω


  • → δείτε τη λέξη σώζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία