σωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωμένος | η | σωμένη | το | σωμένο |
γενική | του | σωμένου | της | σωμένης | του | σωμένου |
αιτιατική | τον | σωμένο | τη | σωμένη | το | σωμένο |
κλητική | σωμένε | σωμένη | σωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωμένοι | οι | σωμένες | τα | σωμένα |
γενική | των | σωμένων | των | σωμένων | των | σωμένων |
αιτιατική | τους | σωμένους | τις | σωμένες | τα | σωμένα |
κλητική | σωμένοι | σωμένες | σωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σώνω
Μετοχή
επεξεργασίασωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωμένος
|