Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυαγοσώστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ναυαγοσώστρι
α
οι
ναυαγοσώστρι
ες
γενική
της
ναυαγοσώστρι
ας
των
ναυαγοσωστρι
ών
αιτιατική
τη
ναυαγοσώστρι
α
τις
ναυαγοσώστρι
ες
κλητική
ναυαγοσώστρι
α
ναυαγοσώστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυαγοσώστρια
<
ναυαγοσώστης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυαγοσώστρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
ναυαγοσώστης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυαγοσώστρια
αγγλικά
:
female
lifeguard
(en)
γαλλικά
:
sauveteuse
(fr)