↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυαγοσώστης οι ναυαγοσώστες
      γενική του ναυαγοσώστη των ναυαγοσωστών
    αιτιατική τον ναυαγοσώστη τους ναυαγοσώστες
     κλητική ναυαγοσώστη ναυαγοσώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυαγοσώστης < ναυαγοσωστικός + -της (αναδρομικός σχηματισμός)
 
Ένας ναυαγοσώστης παρακολουθεί τη θάλασσα από ψηλά.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυαγοσώστης αρσενικό (θηλυκό ναυαγοσώστρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία