ναυαγοσωστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ναυαγοσωστικό < ουδέτερο του επιθέτου ναυαγοσωστικός ως ουσ.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυαγοσωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυαγοσωστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ναυαγοσωστικό
- αιτιατική ενικού του ναυαγοσωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ναυαγοσωστικός