ναυαγοσωστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυαγοσωστικός < ναυαγός + -ο- + σωστικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bateau de sauvetage)
Επίθετο επεξεργασία
ναυαγοσωστικός, ή, -ό
- που χρησιμεύει για τη διάσωση ναυαγών
- (ουσιαστικοποιημένο) ναυαγοσωστικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ναυαγοσώστης, ναυαγός και σώζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυαγοσωστικός
|