σώζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σώζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σώζω
Ρήμα
επεξεργασίασώζομαι
- με σώζουν, βρίσκω τη σωτηρία μου
- (για ποσότητα-απόθεμα υλικού) εξαντλούμαι, τελειώνω
- Πῆγε λοιπὸν ἡ γυναίκα κ᾿ ἔκανε ὅπως τῆς παράγγειλε ὁ Ἠλίας, καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι της, κι᾿ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα δὲ λιγόστεψε τ᾿ ἀλεύρι μήτε τὸ λάδι σώθηκε, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. (Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πύρινος Ἅγιος, Ἠλίας ὁ Θεσβίτης)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζομαι | σωζόμουν(α) | θα σώζομαι | να σώζομαι | σωζόμενος | |
β' ενικ. | σώζεσαι | σωζόσουν(α) | θα σώζεσαι | να σώζεσαι | (σώζου) | |
γ' ενικ. | σώζεται | σωζόταν(ε) | θα σώζεται | να σώζεται | ||
α' πληθ. | σωζόμαστε | σωζόμαστε σωζόμασταν |
θα σωζόμαστε | να σωζόμαστε | ||
β' πληθ. | σώζεστε | σωζόσαστε σωζόσασταν |
θα σώζεστε | να σώζεστε | (σώζεστε) | |
γ' πληθ. | σώζονται | σώζονταν σωζόντουσαν |
θα σώζονται | να σώζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σώθηκα | θα σωθώ | να σωθώ | σωθεί | ||
β' ενικ. | σώθηκες | θα σωθείς | να σωθείς | σώσου | ||
γ' ενικ. | σώθηκε | θα σωθεί | να σωθεί | |||
α' πληθ. | σωθήκαμε | θα σωθούμε | να σωθούμε | |||
β' πληθ. | σωθήκατε | θα σωθείτε | να σωθείτε | σωθείτε | ||
γ' πληθ. | σώθηκαν σωθήκαν(ε) |
θα σωθούν(ε) | να σωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωθεί | είχα σωθεί | θα έχω σωθεί | να έχω σωθεί | σωσμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωθεί | είχες σωθεί | θα έχεις σωθεί | να έχεις σωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωθεί | είχε σωθεί | θα έχει σωθεί | να έχει σωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωθεί | είχαμε σωθεί | θα έχουμε σωθεί | να έχουμε σωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωθεί | είχατε σωθεί | θα έχετε σωθεί | να έχετε σωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωθεί | είχαν σωθεί | θα έχουν σωθεί | να έχουν σωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σώζομαι
|