Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας persevere
γ΄ ενικό ενεστώτα perseveres
αόριστος persevered
παθητική μετοχή persevered
ενεργητική μετοχή persevering

  Ρήμα επεξεργασία

persevere (en)

  • επιμένω και συνεχίζω μια προσπάθεια παρά τις αντιξοότητες, συνεχίζω να αγωνίζομαι, δεν τα βάζω κάτω, εμμένω στην αγωνιστικότητα

Συνώνυμα επεξεργασία