carry on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carry on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries on |
αόριστος | carried on |
παθητική μετοχή | carried on |
ενεργητική μετοχή | carrying on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcarry on (en)
- συνεχίζω να κάνω κάτι
- ⮡ Despite the fact that it was snowing heavily, Timmy carried on climbing the mountain.
- Παρά το γεγονός ότι χιόνιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο Τίμι συνέχιζε να σκαρφαλώνει το βουνό.
- ⮡ Despite the fact that it was snowing heavily, Timmy carried on climbing the mountain.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη continue