ενεστώτας stick it out
γ΄ ενικό ενεστώτα sticks it out
αόριστος stuck it out
παθητική μετοχή stuck it out
ενεργητική μετοχή sticking it out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stick it out < → δείτε τις λέξεις stick, it και out

stick it out (en)

  • (ανεπίσημο) δεν το βάζω κάτω, συνεχίζω να κάνω κάτι μέχρι το τέλος, ακόμα κι όταν είναι δύσκολο ή βαρετό
    ⮡  Whatever happens, we will stick it out.
    Ότι και να γίνει δεν θα το βάλουμε κάτω.