εμμονοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμμονοκρατία < εμμονή + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική immanence)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμμονοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεώρηση κατά την οποία το αποτέλεσμα ενυπάρχει στην αιτία που το προκάλεσε και το αντίθετο