Ετυμολογία

επεξεργασία
ενυπάρχω < εν- + υπάρχω

ενυπάρχω

  • υπάρχω μέσα σε κάτι εγγενώς
    σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχει το στοιχείο της βίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία