Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενυπάρχω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενυπάρχω
<
εν-
+
υπάρχω
Ρήμα
επεξεργασία
ενυπάρχω
υπάρχω
μέσα σε κάτι
εγγενώς
σε κάθε άνθρωπο
ενυπάρχει
το στοιχείο της βίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενυπάρχω
γαλλικά
:
être
(fr)
inhérent
(fr)
,
exister
(fr)
dans
(fr)