σύμφυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύμφυτος | η | σύμφυτη | το | σύμφυτο |
γενική | του | σύμφυτου | της | σύμφυτης | του | σύμφυτου |
αιτιατική | τον | σύμφυτο | τη | σύμφυτη | το | σύμφυτο |
κλητική | σύμφυτε | σύμφυτη | σύμφυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύμφυτοι | οι | σύμφυτες | τα | σύμφυτα |
γενική | των | σύμφυτων | των | σύμφυτων | των | σύμφυτων |
αιτιατική | τους | σύμφυτους | τις | σύμφυτες | τα | σύμφυτα |
κλητική | σύμφυτοι | σύμφυτες | σύμφυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμφυτος < αρχαία ελληνική σύμφυτος, μορφολογικά αναλύεται συμ- + -φυτος ( < φύομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsim.fi.tos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈsim.fi.ti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈsim.fi.to/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίασύμφυτος, -η, -ο
- που ανήκει στη φύση κάποιου, που αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό του
- που προκαλείται ή υπάρχει με φυσικό τρόπο
- (μεταφορικά) που συνιστά εύλογο αποτέλεσμα κάποιου άλλου
- (για ασθένεια) συγγενής