↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύμφυτος η σύμφυτη το σύμφυτο
      γενική του σύμφυτου της σύμφυτης του σύμφυτου
    αιτιατική τον σύμφυτο τη σύμφυτη το σύμφυτο
     κλητική σύμφυτε σύμφυτη σύμφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύμφυτοι οι σύμφυτες τα σύμφυτα
      γενική των σύμφυτων των σύμφυτων των σύμφυτων
    αιτιατική τους σύμφυτους τις σύμφυτες τα σύμφυτα
     κλητική σύμφυτοι σύμφυτες σύμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμφυτος < αρχαία ελληνική σύμφυτος, μορφολογικά αναλύεται συμ- + -φυτος ( < φύομαι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsim.fi.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈsim.fi.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈsim.fi.to/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

σύμφυτος, -η, -ο

  1. που ανήκει στη φύση κάποιου, που αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό του
  2. που προκαλείται ή υπάρχει με φυσικό τρόπο
  3. (μεταφορικά) που συνιστά εύλογο αποτέλεσμα κάποιου άλλου
  4. (για ασθένεια) συγγενής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία