σύμφυτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμφυτο | τα | σύμφυτα |
γενική | του | σύμφυτου & συμφύτου |
των | σύμφυτων & συμφύτων |
αιτιατική | το | σύμφυτο | τα | σύμφυτα |
κλητική | σύμφυτο | σύμφυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμφυτο < αρχαία ελληνική σύμφυτον < σύν + φύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) οποιοδήποτε από πολλά είδη πολυετών φυτών του γένους Symphytum (π.χ. Symphytum officinale, Symphytum bulbosum κ.λπ.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Symphytum στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύμφυτο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σύμφυτο