σύμφυτον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σύμφυτον | τὰ | σύμφυτᾰ |
γενική | τοῦ | συμφύτου | τῶν | συμφύτων |
δοτική | τῷ | συμφύτῳ | τοῖς | συμφύτοις |
αιτιατική | τὸ | σύμφυτον | τὰ | σύμφυτᾰ |
κλητική ὦ! | σύμφυτον | σύμφυτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμφύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμφύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμφυτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμφυτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμφῠτον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- σύμφυτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.