• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ορμέμφυτα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ορμέμφυτα < ορμέμφυτ(ος) + -α

Επίρρημα

επεξεργασία

ορμέμφυτα

  • ενστικτωδώς

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ορμεμφύτως

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ορμέμφυτα

→ δείτε τη λέξη ενστικτωδώς

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ορμέμφυτα

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορμέμφυτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ορμέμφυτα&oldid=5231156"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:12

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:12.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας