instinctif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instinctif | instinctifs |
θηλυκό | instinctive | instinctives |
Επίθετο
επεξεργασίαinstinctif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instinctif | instinctifs |
θηλυκό | instinctive | instinctives |
instinctif (fr)