Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίβλεψη οι επιβλέψεις
      γενική της επίβλεψης* των επιβλέψεων
    αιτιατική την επίβλεψη τις επιβλέψεις
     κλητική επίβλεψη επιβλέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβλέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίβλεψη < αρχαία ελληνική ἐπίβλεψις < ἐπιβλέπω < ἐπί + βλέπω < προελληνική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpi.vle.psi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίβλεψη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.