supervision
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsupervision (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supervision | supervisions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsupervision (fr) θηλυκό
- η επιστασία
- η επιθεώρηση
- η επιτήρηση
- η επίβλεψη
- η εποπτεία