↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυμηχάνημα τα πολυμηχανήματα
      γενική του πολυμηχανήματος των πολυμηχανημάτων
    αιτιατική το πολυμηχάνημα τα πολυμηχανήματα
     κλητική πολυμηχάνημα πολυμηχανήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμηχάνημα (νεολογισμός) < πολυ- + μηχάνημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυμηχάνημα ουδέτερο

  1. (νεολογισμός, τεχνολογία) μηχάνημα που είναι κατάλληλο για διάφορες εργασίες
  2. (ειδικότερα) μηχάνημα που είναι εκτυπωτής, σαρωτής, φωτοαντιγραφικό και φαξ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πολυμηχάνημαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)