φαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαξ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική fax < facsimile < λατινική fac (προστακτική ενεστώτα του ρήματος facio) + simile (ουδέτερο του similis)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαξ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαξ
|