μηχανηματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηχανηματάκι | τα | μηχανηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μηχανηματάκι | τα | μηχανηματάκια |
κλητική | μηχανηματάκι | μηχανηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηχανηματάκι < μηχάνημα, μηχανηματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηχανηματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μηχάνημα, μικρό σε μέγεθος (ή και σε δυνατότητες) μηχάνημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανηματάκι
|