οδηγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οδηγία | οι | οδηγίες |
γενική | της | οδηγίας | των | οδηγιών |
αιτιατική | την | οδηγία | τις | οδηγίες |
κλητική | οδηγία | οδηγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οδηγία < ελληνιστική κοινή ὁδηγία < ὁδηγός < αρχαία ελληνική ὁδός + ἄγω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική directive[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοδηγία θηλυκό
- προφορικό ή γραπτό κείμενο που εξηγεί πώς να κάνει κανείς κάτι, π.χ. πώς χρησιμοποιείται μια συσκευή
- οδηγίες χρήσης
- επίσημη διαταγή ή εντολή σε γραπτή μορφή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οδηγία
- ↑ οδηγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας