οδηγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οδηγικός | η | οδηγική | το | οδηγικό |
γενική | του | οδηγικού | της | οδηγικής | του | οδηγικού |
αιτιατική | τον | οδηγικό | την | οδηγική | το | οδηγικό |
κλητική | οδηγικέ | οδηγική | οδηγικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οδηγικοί | οι | οδηγικές | τα | οδηγικά |
γενική | των | οδηγικών | των | οδηγικών | των | οδηγικών |
αιτιατική | τους | οδηγικούς | τις | οδηγικές | τα | οδηγικά |
κλητική | οδηγικοί | οδηγικές | οδηγικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοδηγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον οδηγό και την οδήγηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
- Άλλες μορφές οδηγητικός
- που έχει σχέση με τον οδηγισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδηγικός
|