οδηγητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδηγητικός < (ελληνιστική κοινή) ὁδηγητικός
Επίθετο επεξεργασία
οδηγητικός
- άλλη μορφή του οδηγικός
- ικανός να οδηγεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδηγητικός
|
Δείτε επίσης : ὁδηγητικός |
οδηγητικός
|