gvidanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gvidanto | gvidantoj |
αιτιατική | gvidanton | gvidantojn |
gvidanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gvidanto | gvidantoj |
αιτιατική | gvidanton | gvidantojn |
gvidanto (eo)