προσαγωγέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαγωγέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leading-note, leading (που οδηγεί) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- Μορφολογικά, όπως η αρχαία ελληνική προσαγωγεύς (αυτός που άγει, οδηγεί, αυτός που συστήνει κάποιον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσαγωγέας
- (μουσική) στη μείζονα κλίμακα, ο έβδομος φθόγγος που απέχει ένα ημιτόνιο κάτω από την τονική και συνήθως οδηγεί (προσάγει) αρμονικά στην τονική συγχορδία
- ⮡ Στη σκάλα «ντο» ο προσαγωγέας είναι το σι.
- ⮡ Λάθος έκανα στην άσκηση αρμονίας! Ο προσαγωγέας και η δεσπόζουσα πρέπει να λύνεται στην τονική, κι εγώ τον κατέβασα...
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσαγωγέας