abductor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abductor | abductors |
Ουσιαστικό επεξεργασία
abductor (en)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abduct
Πηγές επεξεργασία
- abductor - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abductor - Oxford Learner's Dictionaries