abduct
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | abduct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abducts |
αόριστος | abducted |
παθητική μετοχή | abducted |
ενεργητική μετοχή | abducting |
Ρήμα
επεξεργασίαabduct (en)
- απάγω
- ⮡ Terrorists abducted the president
- Τρομοκράτες απήγαγαν τον πρόεδρο
- ⮡ Terrorists abducted the president
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- abduct - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abduct - Oxford Learner's Dictionaries