Δείτε επίσης: hotté

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hotte < ελβετική hutte (ίδια έννοια)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hotte hottes

hotte (fr) θηλυκό

  1. είδος καλαθιού που έχει αορτήρες και φέρεται στην πλάτη
    Hotte de vendangeur. - Καλάθι για τη μεταφορά των σταφυλιών από το αμπέλι.
    Porter la hotte.
    Hotte d’un chiffonnier.
    Il portait son petit neveu, Et tous nos dieux en une hotte. — (Paul Scarron, Virg. II.)
  2. il n’est bon qu’à porter la hotte, είναι ένας ανίκανος
    Les délices dont M. et Mme de Marsan jouissent présentement, méritent bien que vous les voyiez quelquefois, et que vous les mettiez dans votre hotte ; et moi je mérite d’être dans celle où vous mettez ceux qui vous aiment ; mais je crains que vous n'ayez point de hotte pour ces derniers. — (Marquise de Sévigné, Lett. du 29 mars 1696.)
  3. hottes battues, ou hottes poissées: τα καλάθια που χρησιμεύουν στη μεταφορά του κρασιού από τα πατητήρια προς τα βαρέλια. Είναι χτυπημένα, σφιγμένα, αλειμένα με πίσσα για να μην ξεφεύγει το κρασί
  4. δοχείο για τα νερά από τις κουζίνες και τις σοφίτες
  5. τσαπί
  6. το εσωτερικό μέρος μιας καμινάδας, που είναι κεκλιμένο, στις παλιές κουζίνες
  7. το κάτω ανοιχτό μέρος μιας καμινάδας, πάνω από τον φούρνο ενός εργαστηρίου, ενός σιδηρουργείου, που χρησιμεύει στην εκκένωση των καπνών
  8. fausse hotte: κλειστή καμινάδα, πάνω από το τζάκι
  9. (Νορμανδία) μικρό δίκυκλο κάρο για τη μεταφορά της κοπριάς στα χωράφια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παρώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • hotte στη γαλλική Βικιπαίδεια