σοφίτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σοφίτα | οι | σοφίτες |
γενική | της | σοφίτας | των | σοφιτών |
αιτιατική | τη | σοφίτα | τις | σοφίτες |
κλητική | σοφίτα | σοφίτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σοφίτα θηλυκό
- μικρό δωμάτιο ή βοηθητικός χώρος ακριβώς κάτω από τη στέγη.