• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σοφίτα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφίτα οι σοφίτες
      γενική της σοφίτας των σοφιτών
    αιτιατική τη σοφίτα τις σοφίτες
     κλητική σοφίτα σοφίτες
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σοφίτα < ιταλική soffitta

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /soˈfi.ta/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

 

σοφίτα θηλυκό

  • μικρό δωμάτιο ή βοηθητικός χώρος ακριβώς κάτω από τη στέγη.

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σοφίτα
  • αγγλικά : attic (en), garret (en), loft (en)
  • γαλλικά : mansarde‎ (fr)
  • γερμανικά : Dachboden (de)
  • ισπανικά : desván (es)
  • ιταλικά : soffitta,attico (it)
  • ολλανδικά : zolder (nl)
  • ουγγρικά : padlás (hu)
  • πορτογαλικά : desvão (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σοφίτα&oldid=5003240"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2021, στις 07:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2021, στις 07:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie