attic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attic | attics |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Από τα νεοκλασικά κτήρια με αετωματική πρόσοψη που ήταν διακοσμημένη κατά τον "αττικό" τρόπο. Συνεκδοχικά ονομάστηκε έτσι και ο χώρος πίσω από το αέτωμα.