Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαγωγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαγωγικ
ός
η
απαγωγικ
ή
το
απαγωγικ
ό
γενική
του
απαγωγικ
ού
της
απαγωγικ
ής
του
απαγωγικ
ού
αιτιατική
τον
απαγωγικ
ό
την
απαγωγικ
ή
το
απαγωγικ
ό
κλητική
απαγωγικ
έ
απαγωγικ
ή
απαγωγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαγωγικ
οί
οι
απαγωγικ
ές
τα
απαγωγικ
ά
γενική
των
απαγωγικ
ών
των
απαγωγικ
ών
των
απαγωγικ
ών
αιτιατική
τους
απαγωγικ
ούς
τις
απαγωγικ
ές
τα
απαγωγικ
ά
κλητική
απαγωγικ
οί
απαγωγικ
ές
απαγωγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαγωγικός
<
απάγω
,
απαγωγή
Επίθετο
επεξεργασία
απαγωγικός
που από κάτι γενικό οδηγείται σε κάτι το ειδικό
απαγωγικός
συλλογισμός
Συγγενικά
επεξεργασία
απάγω
Συνώνυμα
επεξεργασία
παραγωγικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
επαγωγικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαγωγικός
αγγλικά
:
deductive
(en)