μονωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονωτής | οι | μονωτές |
γενική | του | μονωτή | των | μονωτών |
αιτιατική | τον | μονωτή | τους | μονωτές |
κλητική | μονωτή | μονωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονωτής αρσενικό
- (φυσική) κάθε υλικό το οποίο δεν επιτρέπει την ελεύθερη διέλευση του ηλεκτρικού φορτίου από τη μάζα του
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας εγκατάστασης μονώσεων