αγωγιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγωγιμότητα < αγώγιμ(ος) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conductibilité [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɣo.ʝiˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐γι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγωγιμότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αγωγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγωγιμότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγωγιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας