ενικός         πληθυντικός  
conductor conductors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

conductor (en)

  1. (μουσική) διευθυντής ορχήστρας, χορωδίας
  2. ελεγκτής εισιτηρίων σε συγκοινωνιακά μέσα
  3. (φυσική) αγωγός (του ηλεκτρισμού, της θερμότητας κλπ)
    ⮡  a good/bad conductor - καλός/κακός αγωγός
    ⮡  a conductor of heat/electricity - αγωγός της θερμότητας/του ηλεκτρισμού
     αντώνυμα: insulator