Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αριθμός 7: μιτροειδής βαλβίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιτροειδής βαλβίδα < → δείτε τις λέξεις μιτροειδής, μίτρα και βαλβίδα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μιτροειδής βαλβίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία