μιτροειδής βαλβίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιτροειδής βαλβίδα < → δείτε τις λέξεις μιτροειδής, μίτρα και βαλβίδα
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμιτροειδής βαλβίδα θηλυκό
- (καρδιολογία, ανατομία) βαλβίδα στην αριστερή πλευρά της καρδιάς που επιτρέπει τη ροή αίματος μόνο από τον άνω προς τον κάτω θάλαμο της καρδιάς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- καρδιά στη Βικιπαίδεια