μιτροειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μιτροειδής | η | μιτροειδής | το | μιτροειδές |
γενική | του | μιτροειδούς* | της | μιτροειδούς | του | μιτροειδούς |
αιτιατική | τον | μιτροειδή | τη | μιτροειδή | το | μιτροειδές |
κλητική | μιτροειδή(ς) | μιτροειδής | μιτροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μιτροειδείς | οι | μιτροειδείς | τα | μιτροειδή |
γενική | των | μιτροειδών | των | μιτροειδών | των | μιτροειδών |
αιτιατική | τους | μιτροειδείς | τις | μιτροειδείς | τα | μιτροειδή |
κλητική | μιτροειδείς | μιτροειδείς | μιτροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιτροειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mitral < αρχαία ελληνική μίτρα
Επίθετο επεξεργασία
μιτροειδής, -ής, -ές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μίτρα
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (ανατομία) μιτροειδής βαλβίδα: καρδιακή βαλβίδα μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστερής καρδιακής κοιλίας, που εξασφαλίζει την κίνηση του αίματος προς τα εμπρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιτροειδής
|