mitral
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mitral < mitre
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitral | mitraux |
θηλυκό | mitrale | mitrales |
mitral (fr)
- σχετικός με τη μίτρα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mitral | mitraux |
θηλυκό | mitrale | mitrales |
mitral (fr)